Άγνωστα ιστορικά στοιχεία για την εκπληκτική ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας
Η Διώρυξ της Κορίνθου. Ο Ισθμός της Κορίνθου εκόπη το 1893 υπό ελληνικής εταιρείας και εις μήκος 6,3 χλμ., πλάτος 24,6 μ. και βάθος 8 μ. Επάνω διέρχεται η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών – Πελοποννήσου.
Ποιος είναι ο «λευκός άνθρακας», που δίνει λύση στο μέγα πρόβλημα των καυσίμων και της ελληνικής οικονομίας;
.
Διαβάστε άγνωστα ιστορικά στοιχεία για την εκπληκτική ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας από την Απελευθέρωση του Γένους μέχρι την ώρα που σήμανε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος! Στοιχεία που γνώριζαν οι πατεράδες μας, αλλά αγνοούν οι σημερινοί πολιτικοί – και όχι μόνο!..
.
ΑΙ ΠΡΟΟΔΟΙ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΊΝΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ
Η χώρα μας επί τετρακόσια περίπου έτη διοικηθείσα κακώς υπό των Τούρκων κατακτητών είχε περιέλθει εις αθλίαν κατάστασιν από της απόψεως της οικονομικής ζωής. Η γη παρημελήθη, τα δάση εκάησαν ή εκόπησαν, ο φυσικός πλούτος… της χώρας κατεστράφη. Η βιομηχανία, και το εμπόριον ευρίσκοντο εις πρωτόγονον κατάστασιν, διότι κεφάλαια δεν υπήρχον, ή όσοι ήσαν εις θέσιν να διαθέτουν χρήματα απέφευγον να τα διαθέσουν εις την πατρίδα μας, εις την οποίαν διέτρεχον τον κίνδυνον της αρπαγής από τους ιδίους τους κατακτητάς ή από την ληστείαν και την πειρατείαν, αι οποίαι εμάστιζον τον τόπον. Ώστε, αν εξαιρέση κανείς ωρισμένα παραδείγματα, όπως την κοινότητα των Αμπελακίων, τα Μαδεμοχώρια της Χαλκιδικής, τα χωρία τού Πηλίου κ.τ.λ., περί οικονομικής ζωής ……..κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας δεν είναι δυνατόν να γίνη σοβαρός λόγος.
Αλλά και μετά την απελευθέρωσιν εξηκολούθησεν επί μακρόν η ιδία κατάστασις. Η χώρα μας εξήρχετο κατόπιν δεκαετούς περίπου πολέμου περισσότερον κατεστραμμένη από πριν. Η γη είχε τελείως παραμεληθή, το μεγαλύτερον μέρος τού φυσικού της πλούτου είχε καταστραφή, οι άνθρωποι επί πολλά έτη πολεμούντες με το όπλον εις τας χείρας κατά των Τούρκων είχον απομάθει την εργασίαν’ κεφάλαια τέλος δεν υπήρχον δια μεγάλας επιχειρήσεις, ούτε οι ξένοι διεκινδύνευον τα χρήματά των εις τόπον, ο οποίος εξήρχετο από τόσον μακροχρόνιον αναρχίαν.
Το παν λοιπόν έπρεπε να δημιουργηθή εκ της τέφρας. Η οικονομική καχεξία, η οποία, ως ορθώς ελέχθη, ήτο η κυριωτέρα αφορμή της εσωτερικής μας κακοδαιμονίας επί πολύν καιρόν, ήτο το πρώτιστον και σπουδαιότερον πρόβλημα, το οποίον αντιμετώπιζον πάντες οι κατά καιρούς κυβερνήται. Αλλ’ ο Ελληνισμός ανήκει εις τας ζωτικάς εκείνας φυλάς αι οποίαι προάγονται και δημιουργούν μεγάλα εκ του μηδενός. Ευθύς μετά την κατάπαυσιν του Αγώνος, οι Έλληνες ήρχισαν να επιδίδωνται με ζήλον και δραστηριότητα εις όλους τους κλάδους της εθνικής οικονομίας και εις διάστημα 100 περίπου ετών η χώρα μας παρουσιάζεται μία από τας πλέον προηγμένας χώρας εις εθνικόν πλούτον.
ΓΕΩΡΓΙΑ
Το έδαφος της Ελλάδος είναι κατ’ εξοχήν ορεινόν και πετρώδες και μόλις το εν πέμπτον είναι δυνατόν να καλλιεργηθή. Αλλά η παράτασις του θέρους, η μεγάλη πολλάκις θερμοκρασία και η ανομβρία κατά τους εαρινούς και θερινούς μήνας εμποδίζει πολύ την καλλιέργειαν και του μικρού αυτού μέρους. Παρ’ όλας αυτάς τας δυσκολίας, η ελληνική γη, καλλιεργηθείσα με έντασιν και φιλοστοργίαν, κατώρθωσε να αποδώση με τον καιρόν πολύτιμα προϊόντα εις ποσότητας και ποιότητας, τας οποίας προ 50 ακόμη ετών δεν ήτο δυνατόν να φαντασθή ή να ελπίση τις.
Τοιουτοτρόπως τα άφθονα και νοστιμότατα εσπεριδοειδή μας (πορτοκάλια, λεμόνια, μανταρίνια, κίτρα κ.τ.λ. ) πλημμυρούν τον τόπον μας και εξάγονται και εις χώρας μακρινάς. Τα έλαια, των οποίων υπάρχει υπερπαραγωγή εις τον τόπον μας, ταξιδεύουν μέχρι των αποστατών χωρών και είναι περιζήτητα. Η περίφημος κορινθιακή σταφίς είναι απαραίτητον προϊόν δια πολλάς ευρωπαικάς χώρας, όπου εξάγεται κατά χιλιάδας τόννους. Τα σταφύλια και οι περίφημοι και ποικίλοι ελληνικοί οίνοι είναι από τα ονομαστότερα προϊόντα της Ευρώπης. Κυρίως όμως τα άφθονα και αρωματωδέστατα καπνά μας είναι γνωστά και περιζήτητα εις όλον τον κόσμον και αποτελούν το σημαντικώτερον μέρος του εθνικού μας πλούτου. Όλα αυτά τα προϊόντα καλλιεργούνται εντατικώτατα, διότι εκ της εξαγωγής αυτών εισρέει άφθονος πλούτος εις τα δημόσια και ιδιωτικά ταμεία.
Από του Α’ Παγκοσμίου όμως πολέμου εδημιουργήθησαν εις όλον τον κόσμον τοιαύται οικονονομικαι συνθήκαι, ώστε όλα τα κράτη, δια να μη εξάγουν το πολύτιμον συνάλλαγμα, έπρεπε να καταστούν αυτάρκη εις όλα τα είδη. Εγεννήθη τότε και εις την χώραν μας το ζήτημα της αυτάρκειας, ιδίως του σίτου. Έγινεν ανάγκη να εντείνωμεν την καλλιέργειαν και των δημητριακών, τα οποία θα εξησφάλιζον την διατροφήν μας. Το κράτος ανέλαβε μεγάλα δημόσια έργα προς αποξήρανσιν ελών, ρύθμισιν της κοίτης ποταμών κ.τ.λ., δια να δοθούν εις τους γεωργούς νέαι και περισσότεραι εκτάσεις προς καλλιέργειαν, ιδίως των δημητριακών. Τοιουτοτρόπως αι πεδιάδες του Στρυμόνος, του Αξιού και του Αλιάκμονος, αι οποίαι άλλοτε κετεκλύζοντο από τα ύδατα των ποταμών, σήμερον καλλιεργούνται. Η μεγάλη λίμνη των Γιαννιτσών απεξηράνθη και εδόθη εις το άροτρον. Τα έργα αυτά, εν συνδυασμώ με την τελειοποίησιν των μέσων της καλλιέργειας, ανύψωσαν την παραγωγήν των δημητριακών εις τοιούτον βαθμόν, ώστε η χώρα μας να προσεγγίζη ν’ αποκτήση σχετικήν αυτάρκειαν.Τοιουτοτρόπως η άλλοτε πτωχή Ελλάς δια της επιμελείας και εργασίας κατώρθωσεν, ώστε όχι μόνον αυτάρκειαν να αποκτήση εις πολλά είδη, αλλά να διενεργή και εξαγωγήν πολυτιμότατων προϊόντων.
ΕΜΠΟΡΙΟΝ
Ο Έλλην διεκρίθη από αρχαιοτάτων χρόνων ως έμπορος ικανός και τολμηρός. Εις τας ελληνικάς χώρας το εμπόριον ουδέποτε έπαυσε και κατά τας μαύρας ημέρας της τουρκικής κατακτήσεως, οι διεξάγοντες δε αυτό ήσαν πάντοτε σχεδόν Έλληνες. Ένεκα όμως των συνθηκών, αι οποίαι επεκράτουν εις την χώραν μας κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, σοβαρόν εμπόριον εσωτερικόν και εξωτερικόν δεν διεξήγετο εις ευρείαν κλίμακα. Τούτο ήτο κυρίως εις χείρας των νησιωτών, οι οποίοι διέθετον καράβια και επεχείρουν τολμηρά ταξίδια εις τον Εύξεινον Πόντον ή εις τους λιμένας της Δ. Ευρώπης.
Η ανάπτυξις όμως του ελληνικού εμπορίου κατά τα έτη 1830 – 1930 υπήρξε πραγματικώς κολοσσιαία, αν μάλιστα λάβωμεν ύπ’ όψιν την πενιχράν αρχήν του. Κέντρα τού ελληνικού εμπορίου ευθύς μετά την απελευθέρωσιν ήσαν κατά πρώτον λόγον η νήσος Σύρος και αι Πάτραι. Η ανάπτυξις όμως τού Πειραιώς και της Θεσσαλονίκης (εις την Βόρειον Ελλάδα), επεσκίασαν τους μικρότερους αυτούς λιμένας και τους υπεβίβασαν εις εμπορικά κέντρα δευτέρας και τρίτης τάξεως.
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Μέχρι των παραμονών τού τελευταίου παγκοσμίου πολέμου όλοι οι λιμένες της Ελλάδος συνεκέντρουν αξιόλογον εμπορικήν κίνησιν, ιδρύθησαν παντού Εμπορικοί Σύλλογοι και Εμπορικά Επιμελητήρια, το δε εμπόριον απετέλει σημαντικόν πόρον τού δημοσίου, ενώ εν μέγα ποσοστόν τού Ελληνισμού ησχολείτο εις αυτό.
Μετά την γεωργίαν και το εμπόριον, η βιομηχανία είναι η σπουδαιοτέρα πλουτοπαραγωγική πηγή τής εθνικής μας οικονομίας. Κατά τους πρώτους όμως χρόνους μετά την απελευθέρωσιν η βιομηχανία ήτο σχεδόν άγνωστος εις την Ελλάδα, διότι η χώρα μας δεν παρέχει αρκετά καύσιμα (γαιάνθρακας, πετρέλαιον κ.λ.π.), η δε χρησιμοποίησις της πτώσεως των υδάτων προς παραγωγήν κινητηρίου δυνάμεως δεν είχε χρησιμοποιηθή δια τας βιομηχανικάς εργασίας. Αφ’ ότου η Ελλάς απέκτησε σιδηροδρόμους, η δε ναυτιλία της, αναζωογονηθείσα, ηδύνατο να μεταφέρη τα καύσιμα από τα μέρη της παραγωγής των, η βιομηχανία ήρχισε να προοδεύη αλματωδώς. Συγχρόνως ήρχισε να γίνεται εξαγωγή και χρήσις εγχωρίου λιγνίτου.
Η δημιουργία όμως της ελληνικής βιομηχανίας χρονολογείται, κυρίως από τού Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η ακρίβεια και η σπάνις των βιομηχανικών προϊόντων μας ωδήγησεν εις την εξεύρεσιν των μέσων της εθνικής βιομηχανίας. Αλλ’ εις τον τόπον μας η βιομηχανία δεν έλαβε την μορφήν, την οποίαν παρουσιάζει εις άλλας ευρωπαικάς χώρας. Δεν είναι δηλ. «μεγάλη βιομηχανία», αλλά τα περισσότερα εκ των εργοστασίων μας είναι μικραί βιομηχανικαί εγκαταστάσεις, εγκατεσπαρμέναι εις τα κυριώτερα αστικά κέντρα της χώρας, και περιορίζεται κατά κανόνα δια την εσωτερικήν κατανάλωσιν, μη αποβλέπουσα εις εξαγωγήν.
Τα κυριώτερα βιομηχανικά κέντρα της Ελλάδος είναι : αι Αθήναι, ο Πειραιεύς, η Ελευσίς, αι Πάτραι, η Θεσσαλονίκη, η Καβάλα, η Σύρος, αι Καλάμαι, ο Βόλος, η Νάουσα, η Βέροια, η Λεβάδεια, η Μυτιλήνη, η Χίος, η Κέρκυρα, τα Χανιά, το Ηράκλειον κ.α. Σήμερον υπολογίζουν τα λειτουργούντα εν Ελλάδι εργοστάσια εις 3 χιλ. περίπου, τους δε ασχολούμενους εις αυτά εργάτας εις 300 χιλ. περίπου.
Την ελληνικήν βιομηχανίαν, ως πηγήν εθνικού πλούτου, επροστάτευσε πολύ το Κράτος, περιόρισαν τας εισαγομένας εκ του εξωτερικού δια βαρυτάτων δασμών και διευκολύνον την εισαγωγήν πρώτων υλών. Σήμερον πρέπει να είμεθα υπερήφανοι, διότι ουδεμία χώρα της Βαλκανικής κατώρθωσε να αναπτύξη εις τόσον βαθμόν την βιομηχανίαν της. Δεν υπάρχει σχεδόν βιομηχανικόν προϊόν, το οποίον δεν κατασκευάζεται εις τον τόπον μας. Πολλά μάλιστα εξ αυτών είναι εφάμιλλα προς τα ευρωπαικά, και μερικά ίσως και ανώτερα.
Η μεγαλυτέρα δυσκολία δια την βιομηχανίαν μας είναι η έλλειψις καυσίμων. Αλλ’ η πατρίς μας έχει θησαυρούς ανεκτίμητους: τους καταρράκτας, τους ποταμούς και τους ρύακας, τον «λευκόν άνθρακα» όπως λέγουν, ο οποίος δύναται να αντικαταστήση τον άνθρακα προς παραγωγήν κινητηρίου δυνάμεως. Υπολογίζουν ότι αι πτώσεις των υδάτων εις την πατρίδα μας δύνανται να αποδώσουν δύναμιν πλέον των 300 χιλ. ίππων, δύναμιν δηλαδή η οποία λύει το μέγα πρόβλημα των καυσίμων. Επίσης ο λιγνίτης, ο οποίος αφθονεί εις το υπέδαφος της Ελλάδος, κατόπιν συστηματικής επεξεργασίας είναι δυνατόν να αποβή πολύτιμος καύσιμος ύλη.
Η γεωργία, το εμπόριον και η βιομηχανία αποτελούν τα κύρια στηρίγματα της εθνικής μας οικονομίας. Διανοίγεται εις αυτά ευρύτατον στάδιον δια την νεολαίαν μας, η οποία πρέπει να επιδίδεται και εις τους κλάδους αυτούς και όχι μόνον εις τας επιστήμας.
ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑ – ΝΑΥΤΙΛΙΑ
Η απελευθερωθείσα Ελλάς δεν είχε κανένα δρόμον σημαντικόν και η συγκοινωνία ευρίσκετο εις πρωτόγονον κατάστασιν. Λόγω του ανωμάλου εδάφους της πατρίδος μας, η λύσις του ζητήματος της συγκοινωνίας προσέκοπτεν εις ανυπέρβλητα εμπόδια, διότι απητούντο τεράστια κεφάλαια, τα οποία δεν εξευρίσκονται ευκόλως. Αλλά παρά τας δυσκολίας αυτάς, το Κράτος με τα γλίσχρα μέσα, τα οποία διέθετεν ο Προϋπολογισμός, ήρχισε την κατασκευήν οδών, και κατά τα μέσα του 19ου αιώνος υπήρχον ήδη εις την Ελλάδα αρκετοί δρόμοι, οι οποίοι εξυπηρέτουν την χώραν.
Μεγάλην ώθησιν έλαβε το συγκοινωνιακόν ζήτημα δια πρώτην φοράν επί της πρωθυπουργίας του Τρικούπη. Ο εξαίρετος κυβερνήτης διείδε ότι το αποτελεσματικώτερον μέσον προς επικοινωνίαν της Ελλάδος μετά του πεπολιτισμένου κόσμου και προς ανάπτυξιν της ευημερίας της ήτο η κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου. Κατεσκευάσθησαν τότε σιδηρόδρομοι εις την Ελλάδα με κέντρον τας Αθήνας και η Πελοπόννησος και η Στερεά Ελλάς συνεδέθησαν σιδηροδρομικώς. Βραδύτερον κατεσκευάσθησαν και άλλαι γραμμαί, αι οποίαι εξυπηρέτουν τοπικάς ανάγκας, και ο σιδηρόδρομος των συνόρων (Αθηνών – Παπαπούλι), με απώτερον σκοπόν την σύνδεσιν της Ελλάδος με την Κεντρικήν και Δυτικήν Ευρώπην μέσω των Βαλκανικών χωρών. Μετά τους πολέμους του 1912 -1913 η Ελλάς απέκτησε νέον σιδηροδρομικόν κέντρον, την Θεσσαλονίκην, δια της οποίας επραγματοποιήθη η ένωσις μετά της Ευρώπης.
Άξιον λόγου επίσης είναι το οδικόν δίκτυον της χώρας μας. Η ανακάλυψις του αυτοκινήτου και η ευρύτατη χρησιμοποίησις αυτού εις ταξίδια και μεταφοράς κατέστησαν αναγκαίαν την κατασκευήν οδών, αι οποίαι συνέδεσαν όλα τα ελληνικά κέντρα μεταξύ των. Σήμερον δεν υπάρχει πόλις ή κωμόπολις, η οποία να μη συνδέεται με τα μεγάλα κέντρα της χώρας μας δια δρόμων στερεωτάτων και ασφαλτοστρωμένων. Η κατασκευή του οδικού δικτύου, η οποία κυρίως είναι έργον της τελευταίας τεσσαρακονταετίας, έφερε μεγάλην μεταβολήν εις τον τόπον μας και συνετέλεσε τα μέγιστα εις την πρόοδον και τον πολιτισμόν.
Εκεί όμως κυρίως, όπου το ελληνικόν δαιμόνιον ευρήκεν έδαφος προσφορώτατον προς εκδήλωσιν, είναι η Θάλασσα. Ενώ δια την χερσαίαν συγκοινωνίαν η φυσική κατασκευή της χώρας μας παρουσιάζει μεγάλας τεχνικάς δυσκολίας, δια τας θαλασσίας συγκοινωνίας είναι καταλληλοτάτη. Είναι πραγματικώς καταπληκτική η αύξησις του εμπορικού μας ναυτικού, το οποίον όχι μόνον αποτελεί το μέγιστον μέρος του εθνικού μας πλούτου, αλλά είναι και η ζωντανή απόδειξις τής ευρωστίας του ελληνικού κράτους εις τας ξένας θαλάσσας και ο συνδετικός κρίκος των Ελλήνων του εσωτερικού μετά των πανταχού της Γης διεσκορπισμένων Ελλήνων. Κατά το έτος 1934 η ελληνική ναυτιλία ηρίθμει 594 ατμόπλοια, χωρητικότητος 1.600.000 τόννων, και 700 ιστιοφόρα συνολικής χωρητικότητος 56 χιλ. τόννων. Σήμερον η Ελλάς κατέχει παγκοσμίως την έκτην θέσιν εις χωρητικότητα με 1.012 πλοία, συνολικής χωρητικότητος 5.439.204 τόννους. (…)*.
————
* ΠΗΓΗ: Αναστασίου Λαζάρου: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΤΑΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ – Από της Συνθήκης της Βιέννης (1815) μέχρι των ημερών μας», Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Εν Αθήναις 1963, σελ. 267- 273.
Από: Σακκέτος Άγγελος
Πηγή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου